τανυκρῆπις

τανυκρῆπις
τανυκρήπις
with long
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τανυκρήπις — ιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει ψηλή βάση, ψηλό υπόβαθρο μσν. αυτός που φορεί μεγάλα ή ψηλά υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + κρηπίς, ῖδος «υπόβαθρο»] …   Dictionary of Greek

  • τανυκρήπιδος — τανυκρήπις with long fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”